- κραναήπεδος
- κρᾰνᾰήπεδος, ον,A with hard rocky soil, h.Ap.72.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κραναήπεδος — κραναήπεδος, ον (Α) αυτός που έχει έδαφος τραχύ και πετρώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανα ός «πετρώδης» + συνδετικό φωνήεν η (πρβλ. στεφαν ηφόρος) + πεδος (< πέδον), πρβλ. ακρή πεδος, επί πεδος] … Dictionary of Greek
κραναήπεδος — with hard rocky soil masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)